κις

κις
Αρχαία πόλη της Μεσοποταμίας. Ήταν χτισμένη 18 χλμ. ΝΑ της Βαβυλώνας. Η Κ. ιδρύθηκε στα τέλη της 4ης ή στις αρχές της 3ης χιλιετίας π.Χ., στη θέση πολλών αρχαίων οικισμών. Καταστράφηκε από τον βασιλιά των Σουμερίων Λουγκάλ Ζαγκεσί, ανοικοδομήθηκε όμως από τον βασιλιά των Ακάδιων, Σαργκόν, και εξακολούθησε να αποτελεί μεγάλο επαρχιακό κέντρο της Βαβυλώνας. Οι ανασκαφές που έγιναν στην περιοχή της αρχαίας πόλης το 1912, το 1923 και το 1932 έφεραν στο φως τα λείψανα ενός ανακτόρου του 28ου ή 25ου αι. π.Χ. Το ανάκτορο αποτελούσαν δύο κτίρια, ένα παλαιότερο, τετράγωνο, το οποίο περιβαλλόταν από τείχος με πύργους, και ένα νεότερο με στενή αίθουσα και με τέσσερις στήλες. Ανακαλύφθηκε ακόμη μια νεκρόπολη του δεύτερου τετάρτου της 3ης χιλιετίας π.Χ. και ήρθαν στο φως πολυάριθμα κεραμικά αντικείμενα, μπρούντζινα εργαλεία, διακοσμητικά και κυλινδρικές σφραγίδες. Βρέθηκαν επίσης κτίρια της ακαδικής εποχής, αλλά και μεταγενέστερα, καθώς και ένα μεγάλο αρχείο με πλακίδια γραμμένα με σφηνοειδή γραφή, των αρχών της 3ης χιλιετίας π.Χ.
* * *
κὶς και κῖς, -ός, ὁ (Α)
είδος εντόμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κίς — weevil masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -κις — (AM κις, Α λακων. τ. κιν) κατάληξη επιρρημάτων που δηλώνουν συχνότητα. Αρχικά απαντά στον τ. πολλά κις* (που αντιστοιχεί μορφολογικά και σημασιολογικά ακριβώς προς τον αρχ. ινδ. purũ ciό, από τον οποίο επεκτάθηκε και σε άλλα επιρρ. (συχνάκις,… …   Dictionary of Greek

  • Κις, Έγκον Έρβιν — (Egon Ervin Κisch, 1885 –1948). Τσέχος στρατιωτικός, συγγραφέας και δημοσιογράφος. Διετέλεσε αξιωματικός του αυστροουγγρικού στρατού στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο (1914 18). Από το 1918 ήταν μέλος του Κομουνιστικού Κόμματος της Αυστρίας. Καρπός των… …   Dictionary of Greek

  • κιός — κίς weevil masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… …   Dictionary of Greek

  • γαργάρι — το κοινή ονομασία διαφόρων Εντόμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. gorgoglio «γουργουρητό» < λατ. curculio «κις, είδος σκουληκιού και εντόμου» ή gurgulio «οισοφάγος, γαργαρεών*, κις» ή πιθανώς πρόκειται για ηχομιμητικό σχηματισμό] …   Dictionary of Greek

  • συχνάκις — ΝΜΑ επίρρ. πολλές φορές, συχνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < συχνός + επιρρμ. κατάλ. (ά)κις (πρβλ. πυκν (ά)κις)] …   Dictionary of Greek

  • Aeolic Greek — For the architectural style, see Aeolic order. Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group …   Wikipedia

  • Uncial 058 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 058 Text Gospel of Matthew 18 † Date 4th century Script Greek …   Wikipedia

  • э́фа — ы, ж. Ядовитая змея сем. гадюк, распространенная в пустынях Северной Африки, Юго западной и Южной Азии. [От греч. ’εκις] …   Малый академический словарь

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”